Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύεται μετά από την σύμφωνη γνώμη και συναίνεση της θεραπευόμενης μου. Μέχρι να ολοκληρώσω την αντιγραφή του από το χειρόγραφο περνούσαν από το μυαλό μου όλες οι καταφανείς παραβιάσεις πολλών δικαιωμάτων του Παιδιού…Δεν θα τις καταγράψω τελικά…Νομίζω είναι αυτονόητες για όσους έχουν και την ελάχιστη ικανότητα ενσυναίσθησης μέσα τους και ανθρωπιά! Θα αφήσω την ροή του κειμένου να «μιλήσει» στις ψυχές…Θα επισημάνω την πικρή γεύση την θλίψη αλλά και την χαρά και την υπερηφάνεια που μου αφήνει για την έκβασή του! Α.Γ
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…Η μητέρα ήταν μία πολύ μορφωμένη,
έξυπνη, ικανή γυναίκα που της ταίριαζε ένα παιδί αλλιώτικο. Μάλλον, όχι. Η μητέρα
μου δεν ήταν αριστοκράτισσα, ούτε μορφωμένη, ούτε ιδιαίτερη παιδεία κατείχε, ούτε
περγαμηνές, ήταν μία νοικοκυρά που ήξερε να φτιάχνει μόνον παστίτσιο και
κοκκινιστό, αυτές ήταν οι γνώσεις της.
Αυτή λοιπόν κατά την ταπεινή της άποψη που εκσφενδόνιζε στα μούτρα μου, έπρεπε
να είχε κάνει ένα παιδί αλλιώτικο, ένα έξυπνο, όμορφο, σοβαρό πλάσμα, εγώ ήμουν
πάντοτε άσχημη, ηλίθια, τρελή και ανόητη, μάλιστα δεν έχανε ευκαιρία να
υπενθυμίζει τα «ταλέντα» μου συχνά πυκνά. Μάταια τα πτυχία, οι διακρίσεις,
χωρίς νόημα οι έπαινοι τόσο χρόνων από δασκάλους και καθηγητές, δεν έδινε
σημασία στα κομπλιμέντα για το παιδί της…
Ένας αγώνας που έτρεχα χρόνια με τον τρελό και ανίκανο εαυτό μου και ενώ
τερμάτιζα πρώτη, στα μάτια της ήμουν για πάντα η χαμένη…Ξέρετε τώρα που το
σκέφτομαι η μητέρα ίσως και να μην είχε τόσο άδικο, ίσως και εγώ να είμαι
αυστηρή απέναντί της. Για χρόνια ήμουν όντως μία κανονική χαζή, μία ανόητη που
επέτρεψα να με μειώνει και να με προσβάλλει. Μία πιο χαζή από όσο πίστευε η
μαμά μου ήμουν, γιατί έκανα σημαία μου τον τίτλο αυτό που πίστεψα πως είναι
ολόκληρη η ύπαρξη μου, πως δεν μπορώ να αγαπώ, ούτε να αγαπιέμαι, ειδικά για
αυτό το δεύτερο ένιωθα παντελώς άχρηστη.
Φόρεσα επί χρόνια το κοστούμι της Χαζής που η ίδια η μαμά το έραψε και δεν
τόλμησα να κάνω ούτε βήμα. Της επέτρεπα να με ποδοπατά και να με συνθλίβει στο
όνομα της αγάπης, μίας αγάπης που ποτέ δεν αισθάνθηκα σαν χάδι παρά μόνο σαν
χαστούκι, σαν θηλιά γύρω από όλο μου το είναι. Τώρα που σας μιλάω είμαι στην
ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως δεν είμαι πια χαζή, μεγάλωσα ψήλωσα και το
κοστούμι της μητέρας τώρα πια δεν μου κάνει, τα χέρια μου και τα πόδια μου μάκρυναν,
η ψυχή μου πάχυνε, το άλλαξα το
ρούχο γιατί πάλιωσε και πέρασε η μόδα του.
Τώρα η ψυχή μου φοράει άλλα ρούχα που της
ταιριάζουν και το καλύτερο είναι πως
τα διαλέγει μόνη της. Φοράει χρώματα και λουλούδια, απαλά υφάσματα και
άνετα, τα έκαψα τα παλιά, τα κατέστρεψα μαζί με τον χαζό μου εαυτό, ας πιστεύει
η μαμά μου ότι θέλει, εγώ τώρα ξέρω και ξέρετε και εσείς πως κάποτε υπήρξα μία
χαζή που επέτρεπα να με μειώνουν, όμως αυτά ανήκουν στο παρελθόν…»